Jimmie Durham
Jimmie Durham, η αντήχηση του κόσμου.
Ο Jimmie Durham είναι ένας σημαντικός καλλιτέχνης που το έργο και τα γραπτά του από τα χρόνια του 70 έως σήμερα διεθνώς, άλλαξαν τελείως την αντίληψη για την τέχνη με τρόπο πλάγιο, γαλήνιο, ανθρώπινο, και με την αίσθηση πως ο χρόνος είναι κάτι που κερδίζεται σταδιακά κι όχι με εντυπωσιακές κινήσεις. Η πολιτική του δραστηριότητα στο Κεντρικό Συμβούλιο των Ινδιάνων της Αμερικής (AIM) και του Διεθνούς Συμβουλίου της Συνθήκης των Ινδιάνων (IITC), προκάλεσε εξ ίσου κριτικές αντιπαραθέσεις όσο και ενθουσιώδεις έπαινους, γιατί δεν ενέδωσε ποτέ ούτε στην προβολή φολκλορικών χειροτεχνημάτων από την τουριστική αγορά ως αυθεντική ινδιάνικη παράδοση, κι αντιτάχτηκε στον λευκό πουριτανισμό της πολιτικής ορθότητας που αποενοχοποιεί την αυθαιρεσία της βίας και της γενοκτονίας, καταγγέλλοντας τη δημιουργική αυθαιρεσία τουελεύθερα πνεύματος δυτικών καλλιτεχνών.
Η ανένταχτη κι επινοητική θέση χαρακτηρίζει τον Jimmie Durham ως καλλιτέχνη που διεκδικεί την προσωπική του ταυτότητα και την κοινωνική διαφορά του ρόλου του. Οισυγκυρίες κάνουν τον έφηβο ακόμα Jimmy, να συνειδητοποιήσει αυτή τη σύνθετη και πολυσήμαντη υπόθεση που σημαίνει καλλιτέχνης. Η δυναμική που αναγνωρίζει στο ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία σε σχέση με το συμβατικό μέλος όποιας κοινότητας τον οδηγεί εργαζόμενο ως βοηθό υδραυλικού, να αποταμιεύσει τα χρήματα που του επιτρέπουν να μάθει γλώσσες, να ταξιδέψει και να σπουδάσει. Με τον αναπάντεχο αυτό τρόπο, ολοκληρώνει την παιδεία του, διακρίνοντας την ιδιαιτερότητα της ιστορίας που, πέρα από πολέμους και γενοκτονίες, δίνει στην ανθρωπιά μεγαλύτερο μέρος από ότι στη βαρβαρότητα, και καταλύει το φόβο και τη βία.
Η παιδεία του αυτή θυμίζει μυθικές εποχές και περιστάσεις, μέσα από τις οποίες ο Jimmie Durham γίνεται ένας ολοκληρωμένος σύγχρονος καλλιτέχνης που μετατρέπει το μύθο σε ιστορία και την αφήγηση σε λόγο. Η βιογραφία του μαζί με την ανάπτυξη του έργου του, ακολουθεί, μέσα από τις περιπέτειες και τις ανατροπές, την ανακάλυψη νέων προοπτικών στη ζωή και στον κόσμο. Γιαυτό και το έργο και η στάση του είναι υποδειγματικά, ιδιαίτερα και θαυμαστά. Δε νομίζω πως υπάρχει μέρος της βιωμένης πραγματικότητας που δεν συμμετάσχει οργανικά στο έργο του και εκφράζει μέσα από τη βαθιά μόρφωση που συγκεντρώνει ως παρακαταθήκη του πολιτισμού, την ποιητική διάσταση της μαγείας του κόσμου.
Ότι πιο ουσιαστικό έχει να προσφέρει η ιστορία και η παράδοση των Ινδιάνων της Αμερικής έρχεται να συνομιλήσει με ότι πιο προοδευτικό και ουσιώδες έχει να προτείνει ο σύγχρονος δυτικός κόσμος. Στο μεταίχμιο αυτό, ο Jimmie Durham καταφέρνει συστηματικά να υπερβεί γλωσσικά και σημασιακά, το ρήγμα ανάμεσα στον αποικιοκρατικό κόσμο των λευκών και τον υποτελή κόσμο των διαφορετικών ινδιάνικων κοινοτήτων, για να χειραφετήσει τον άνθρωπο πέρα από κατηγορίες και ταυτότητες. Αντιτάσσει έτσι, στο κυρίαρχο σύνδρομο της πολιτικής ορθότητας, τη ρηξικέλευθη στάση ζωής των ποιητών και των ελεύθερων ανθρώπων.
Το έργο του είναι ο κατεξοχήν εκφραστής αυτής της ελευθερίας. Διαφωτιστής και πλάνητας, χωρίς σοβαροφάνεια καμία, μοιράζεται αυθόρμητα μια βαθιά αίσθηση ανθρωπιάς και φαντασίας, με τρόπους απρόσμενους,. Παρατηρεί και πράττει, αναμιγνύοντας ελεύθερα και διαχωρίζοντας κριτικά πράγματα και σημασίες. Μεταθέτει την μυθολογική αντίληψη σε απομυθοποιητική ποιητική, τις κεκτημένες γνώσεις σε κριτικές απορίες, όπως στο τέλος του Μεσαίωνα στο δρόμο για την Αναγέννηση όταν όλες οι γλώσσες κι όλες οι προοπτικές κυκλοφορούν μέσα σε ένα δημιουργικό χάος. Η ανεμπόδιστη διακωμώδηση συμπλέκεται μαζί με την πιο αυστηρή κριτική, καλλιεργώντας την αμφιβολία μπρος σε κάθε μονοσήμαντη αντίληψη του κόσμου. Όπως και τον James Joyce, το Jimmie Durham δεν τον απασχολεί ο πολιτιστικός φορμαλισμός των Μοντέρνων, αλλά η γλωσσική κι εννοιολογική μίξη που σφραγίζει αυτό το πέρασμα ανάμεσα σε πολιτισμούς.
Το παραμικρό ασήμαντο πράγμα, μπορεί να γεννήσει τον φόβο. Το ίδιο πράγμα μπορεί να σφραγίσει συγχρόνως, τη χειρονομία που ακυρώνει το φόβο. Ένα σφίξιμο του χεριού ξεκινά τον πόλεμο ή δίνει τη χειραψία της ειρήνης. Η ίδια ματιά βλέπει το ζώο ως αγρίμι και απειλή ή έναν οικείο σύντροφο. Όπως στην τέχνη του υδραυλικού το νερό ρέει ή σταματά στον ίδιο σωλήνα, στον ίδιο δίαυλο. Αυτή τη γνώση που απέκτησε από την ακοή της ροής των πραγμάτων είναι ιδιαίτερα σαφής στα έργα του. Η σχέση ανάμεσα στη ροή και την τροπή που παίρνει, ανάλογα με το εάν την βλέπουμε φιλικά ή εχθρικά αισθήματα, εμπνέουν το έργο του και καθορίζουν τη σχέση με τα υλικά --με το αλισβερίσι της μηχανικής του ανθρώπου που βρίσκεται σε σύμπνοια ή σε αντίθεση με τη μηχανική της φύσης.
Ο Jimmie Durham ξέρει να ακούει τον ήχο των πραγμάτων. Το ξέρει από την παράδοση των λαών όπου η γλώσσα ανήκει σε μια ευρύτερη σχέση με τους ήχους και τις σιωπές του κόσμου. Όπως σε μη-λογοκεντρικούς πολιτισμούς, ο Jimmie Durham αντιλαμβάνεται τη σημασία ανάμεσα στις λέξεις και τις κραυγές. Τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο κι αν ποτέ γίνεται, σημαίνει πως καταγγέλλει την έλλειψη κατανόησης του κόσμου. Γιατί ο κόσμος είναι πολυσήμαντος και γεμάτος εκπλήξεις. Ο ρυθμός μας αποκαλύπτει την πραγματικότητα που δεν είναι αναπαράσταση, αλλά αντίληψη και διαίσθηση του κόσμου. Η σημασία του έργου του αναγνωρίζεται πλέον διεθνώς ως μια συνέχεια προσωπική από την αρχή του έως σήμερα. Η στάση του γίνεται όλο και πιο επίκαιρη στην τέχνη όσο και στην κατανόηση του πολιτισμού. Η σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο και τον κόσμο καθορίζει κάθε του έργο, από τα πιο καθημερινά έως τα πιο μνημειακά, γιατί ο κόσμος και η πραγματικότητα δεν μετριόνται με το μέγεθος αλλά με τη διάρκεια. Ο Jimmie Durham ξέρει πως δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε ένα μικρό ή το μεγάλο έργο. Η διαφορά τους αφορά στο τί μένει από τα βιώματα που ζούμε καθημερινά, και τί εγγράφεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή στον κοινωνικό χώρο ως γεγονός που φέρουμε στη συνέχεια στη μνήμη μας, αναστοχαζόμενοι --γιατί αυτό σημαίνει μνημειακό. Οι λέξεις του μεγάλου ανθρωπολόγου Pierre Clastres, (στο δοκίμιο, Ο Κοπέρνικος και οι άγριοι, 1969), δίνουν το νόημα της προσφοράς του Jimmy Durham γιατί μας έκανε έμπρακτα « (…) να αποδεχτούμε την ιδέα πως άρνηση δε σημαίνει ανυπαρξία, και πως όταν ο καθρέφτης δεν αντανακλά στα μάτια μας τη δική μας εικόνα, αυτό δε αποδεικνύει πως δεν υπάρχει τίποτα να κοιτάξουμε.»
Ντένης Ζαχαρόπουλος