Batagianni Gallery

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται όταν ο χρόνος στέκεται ακίνητος

Νίκος Καναρέλης

15 Νοεμβρίου 2024 - 20 Δεκεμβρίου 2024

Image depicting the artwork named "Bed", 2023, oil on canvas, 60x60cm.Image depicting the artwork named "flowers", 2023, oil on canvas.Image depicting the artwork named "ghost", oil on canvas, 200x130cm.Image depicting the artwork named "pillow", oil on canvas, 45x34cm.

Σχετικά με την έκθεση

Η στιγμή που δεν τελειώνει

Μέσα στην σιωπή, στην παύση της στιγμής και την ακινησία της ζωγραφικής, το βλέμμα της φαντασίας βρίσκεται σε συνεχή τροχιά. Στην πορεία του μετατρέπει ό,τι «αγγίζει» σε παραστάσεις της εσωτερικής συνείδησης, αναμοχλεύει την ακούσια μνήμη, βλέπει πέρα από τον εμπειρικό κόσμο, αισθάνεται τις αφανέρωτες ή λησμονημένες όψεις του. Με εσωτερική όραση, με ένα ενσαρκωμένο βλέμμα, συλλαμβάνει και ανασυνθέτει τον κόσμο εκτός προσδιορίσιμου τόπου και μετρήσιμου χρόνου, εκεί που ο χρόνος διαστέλλεται και η Ιστορία συνάπτεται με το παρόν και την προβολή του μέλλοντος.

Στην ατομική έκθεση του Νίκου Καναρέλη Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται όταν ο χρόνος στέκεται ακίνητος (Νothing as it seems when time stands still) παρουσιάζονται έργα ζωγραφικής και σχέδια της περιόδου 2020-2024. Το μαγικό βλέμμα στα έργα Καναρέλη, το βλέμμα της φαντασίας – το βλέμμα της τέχνης, της ζωγραφικής – αναζητά να ψηλαφίσει εκείνο που λείπει. Όπως και σε προγενέστερες δουλειές του ο καλλιτέχνης αντλεί έννοιες από την φιλοσοφία της γλώσσας του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Μάς υπενθυμίζει ότι υπάρχει πάντα κάτι που παραμένει ανέκφραστο στην καρδιά της γλώσσας¹. Το βλέμμα της φαντασίας, η τέχνη φανερώνουν αυτή την απουσία που κατοικεί μέσα στην παρουσία.

Με άξονα την ακινησία του χρόνου και τον άνθρωπο, η ζωγραφική του Νίκου Καναρέλη σε αυτή την ενότητα συνθέτει ένα σύνολο «στιγμιοτύπων» - φαντάσματα, γυναικείες φιγούρες, μαξιλάρια - που συνειρμικά δένουν μεταξύ τους ως τα πλάνα μίας ιστορίας. Η ζωγραφική του μεταφέρει μια παράξενη, διακριτικά απόκοσμη αίσθηση απουσίας, μιας λήθης που αναζητά να ξεσκεπαστεί και να εγγραφεί στη μνήμη, μιας μετέωρης κατάστασης μεταξύ αποσύνδεσης και (επανα)σύνδεσης, ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά».

Η εικόνα γίνεται ένα κατώφλι ανάμεσα στο κρυμμένο και το φανερό, ένας ενδιάμεσος χώρος μετάβασης, εφαλτήριο για την επανεξέταση της θέσης μας στον κόσμο. Αποτελεί την οπτικοποίηση μίας στιγμής παγωμένης που βγαίνει εκτός της ροής του χρόνου, τον υπερβαίνει και συλλαμβάνει την αίσθηση του αέναου. Μέσα στην στιγμή αυτή, θα έλεγε κανείς ότι ο καλλιτέχνης μιλά εν μέρει για ένα διαρκές παρόν με κάποιες αποχρώσεις από την σημασία του όρου στην φιλοσοφία του Ανρί Μπεργκσόν. Το διαρκές παρόν δηλαδή ως ένας «εσωτερικός» βιωματικός χρόνος της συνείδησης που διαφέρει από τον εξωτερικό χρόνο, ένας χρόνος στον οποίον μεταξύ άλλων το παρελθόν είναι ενεργό και σύγχρονο, όπου η ανάμνηση εισέρχεται στο παρόν.

Ο Νίκος Καναρέλης αντιλαμβάνεται το διαρκές παρόν και ως το «ζωγραφικό διαρκές παρόν», δηλαδή την ζωγραφική που μέσα στην στατική εικόνα και στην τόσο διακριτή στα έργα του καλλιτέχνη «ακινησίας της στιγμής» συνέχει διαφορετικούς χρόνους σε μία συγχρονικότητα. Στον πίνακα Ένας μη Ιστορικός άνθρωπος, A non historical person, η ακέφαλη πλάτη μίας φιγούρας μοιάζει ταυτόχρονα με κορμό σώματος αλλά και με τμήμα ενός εκμαγείου, ανήκει στο τώρα αλλά και στην αρχαιότητα, σε διαφορετικές περιόδους ταυτόχρονα. Οι στίχοι από τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Τ. Σ. Έλιοτ έρχονται στο νου: Xρόνος παρών και χρόνος παρελθών/ Ίσως και οι δύο παρόντες είναι σε χρόνο μέλλοντος,/ Κι ο μέλλων χρόνος έγκλειστος σε χρόνο παρελθόντα. (μτφρ: Kλείτος Κύρου).

Η όρθια μορφή (Φάντασμα, Ghost) που παραπέμπει σε φάντασμα ή σε άνθρωπο, μικρό ή μεγάλο, μεταμφιεσμένο σε φάντασμα, η γυρισμένη πλάτη της όρθιας γυναίκας (H Mάγισσα, The Witch) που στρέφει το βλέμμα της σε έναν τοίχο με αχνά περιγράμματα (ίσως μια ενατένιση και εμβύθιση σε έργα ζωγραφικής, δηλαδή μίας απεικόνισης μέσα στην απεικόνιση όπως και στο La Meninas του Βελάσκεθ), τα κοντινά πλάνα μορφών μέρος των οποίων συνεχίζονται νοερά εκτός κάδρου, τα μαξιλάρια με τις πτυχώσεις και το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας (To Kρεβάτι, The Bed), η ξαπλωμένη φιγούρα (Αγκαλιά, Ηug) με τα εκτεταμένα προς τα πάνω χέρια σε άδεια αγκαλιά (ο νους ταξιδεύει και στο σώμα που έγειρε πάνω στα μαξιλάρια), οι στάσεις του σώματος, οι οριζόντιοι και οι κάθετοι άξονες μαζί με τις καμπυλότητες των σωμάτων και των πτυχώσεων, υφαίνουν μία ταλάντωση ανάμεσα σε διαφορετικές πολικότητες, παραδοξότητες, αμφισημίες και διαθέσεις. Εμπεριέχουν νοερούς χώρους – όπως οι χώροι στις φαντασιώσεις ή στον ύπνο- μέσα σε άλλους χώρους, αναπαριστούν το σώμα και την απουσία του μέσα από έναν διάχυτο ερωτισμό, μέσα από την υποθετική «κίνηση» (για παράδειγμα την κίνηση των σωμάτων που έγιναν πάνω στα μαξιλάρια) και την ακινησία. Μεταδίδουν αισθήσεις που θα μπορούσε να είναι η ζέστη ή η οσμή των σωμάτων πάνω στα μαξιλάρια και τα υφάσματα, πίσω από το περίβλημα των ενδυμάτων, αλλά δημιουργούν και ένα αίσθημα του απόκοσμου και ενίοτε του déjà vu (προμνησία).

Καθετί αποτελεί ένα ανοιχτό και ανεξάντλητο σύνολο από μέρη, αλληλοπεριχωρήσεις, αναδιπλώσεις και εκδιπλώσεις, σχέσεις ανάμεσα στο «μέσα» το «έξω» – όπως προκύπτει και μέσα από το μοτίβο της πτύχωσης των υφασμάτων που καλύπτουν τα σώματα ή σχηματίζονται στα μαξιλάρια. Οι πτυχώσεις διαμορφώνουν έναν πλαστικό ρυθμό, επαναληπτικό, ο οποίος εικονοποιεί την πολλαπλότητα μέσα στην μονάδα και στην ενότητα, την πολυσημία του νοήματος και τις διαδρομές που εκτείνονται στο άπειρο. Τα έργα φανερώνουν την πραγματικότητα ως μία «πτύχωση» χρόνων, χώρων και κίνησης.

Η επαναληπτικότητα είναι ενδεχομένως και η υπενθύμιση ότι κάποια πράγματα είναι διαρκώς παρόντα στο υπόστρωμα της ύπαρξης. Περνά στον θεατή ως ένα αίσθημα παλμού και προξενεί την εντύπωση αμφίδρομων πορειών όπως στα δίπτυχα που έχουν το ίδιο θέμα - για παράδειγμα την ίδια φιγούρα στην ίδια στάση - αλλά διαφορετικό μέγεθος. Τα δίπτυχα λειτουργούν και ως ένα συμβολικό καθρέφτισμα-αντικαθρέφτισμα ανάμεσα στο βλέμμα του θεατή και του έργου, του καλλιτέχνη και του θέματός του καθώς και το παράδοξο ανάμεσα στον εαυτό και την δυνατότητά του να δει το σώμα του: δεν μπορούμε να δούμε το σώμα μας στο σύνολό του παρά μόνο μέσα από την εικόνα-καθρέφτισμά του². Το εις διπλούν υποκρύπτει επίσης την προσμονή μίας συνάντησης, νοητικής η πραγματικής (ίσως και με τον εαυτό), υπογραμμίζει τις διαλεκτικές σχέσεις και, όπως και σε άλλα έργα της έκθεσης, σχηματίζει απρόσμενες καταστάσεις που θυμίζουν τις τεχνικές κινηματογράφου. Στις παραλλαγές του ίδιου θέματος, η επανάληψη υποδηλώνει μία συμβολική αναζήτηση, καταγράφει τα χνάρια της κίνησης και ανασυνθέτει στην φαντασία μία ιστορία. Εντείνει την προσεκτική παρατήρηση και αναδεικνύει τις ζωγραφικές αξίες και την μοναδικότητα του κάθε έργου ενώ διαταράσσει τις χρονικές αλληλουχίες, το πριν και το μετά μίας ενέργειας.

Σιωπηλά, με ένα υπόκωφο, βουβό τρόπο, οι φιγούρες και οι φόρμες μέσα στον χώρο μαγνητίζουν τον θεατή, αποδιοργανώνοντας την εύκολη θέαση. Με εκφραστική λιτότητα, τα έργα προκαλούν εναλλαγές σχέσεων ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, φέρνοντας τον αποδέκτη άλλοτε μέσα και άλλοτε έξω από το έργο, σε απόσταση και σε εγγύτητα, μέσω του βλέμματος και της «αφής», της φαντασίας και του σώματος. Περιπαίζουν την αντίληψη και αναμειγνύουν το χιούμορ με μία γλυκιά μελαγχολία.

Οι «σκηνές» εισχωρούν στον ιδιωτικό, προστατευμένο χώρο μέσα στον οποίον όμως υπάρχει το κοινωνικό ίχνος. Ο Νίκος Καναρέλης δημιουργεί μία ροή διαλεκτικών σχέσεων που συλλαμβάνουν την ιδιοσυστασία της σύγχρονης εποχής, αγγίζοντας κοινωνικά θέματα. Ταυτόχρονα θέτει το ζήτημα της λειτουργίας της ζωγραφικής σήμερα, της ζωγραφικής ως δυναμικό παράγοντα της Ιστορίας.

Η σιωπή, η απουσία - που τόσο λεπταίσθητα αποδίδονται στα κοντινά πλάνα τυχαίων λεπτομερειών στην ενότητα των μαυρόασπρων σχεδίων της ενότητας Quite Life 2014³ - η μαγική εκείνη στιγμή μίας φανέρωσης που προκαλεί μία νέα πρόσληψη του κόσμου, οπτικοποιείται σε συνθέσεις που υποβάλλουν την ενδοσκόπηση και την εμβύθιση.

Σε όλα τα έργα αυτής της ενότητας, ανεξαρτήτως βαθμού, υπάρχει ο υπαινιγμός στον ύπνο ή σε μία συναφή κατάσταση ύπνωσης, ονειροπόλησης ή λήθαργου, τότε που ίσως εκπληρώνεται η επιθυμία συνάντησης με κάτι κρυμμένο, τότε που ο εαυτός αναζητά να ενωθεί με το άλλο. Εκεί διασταυρώνονται ο έρωτας και ο θάνατος, έννοιες που συνυφαίνονται στο έργο του Καναρέλη καθώς η μία ενόρμηση αντιπαλεύει την άλλη⁴. Ο ύπνος είναι επίσης ο τόπος της απελευθέρωσης της φαντασίας, η οποία με την σειρά της είναι σύμφυτη με το παιχνίδι -όπως παιχνίδι θα μπορούσε να είναι και Το Φάντασμα⁵.

Όπως συμβαίνει σε καταστάσεις μεγάλης χαλάρωσης όταν οι εμπειρίες αφομοιώνονται για να ενσωματωθούν στον κορμό των αναμνήσεων και των επιθυμιών όταν τα όρια ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο θολώνουν, έχει κανείς την αίσθηση ότι στους πίνακες του καλλιτέχνη, οι διαφορετικοί χρόνοι συναιρούνται. Σε αυτή την ανατροπή του «γραμμικού, κανονικού» χρόνου, οι αντιστάσεις κάμπτονται, οι λησμονημένες αλήθειες ξεπροβάλλουν, οι ήχοι που σιώπησαν ηχούν – μεταξύ άλλων ο Νίκος Καναρέλης διαβάζει τα δοκιμιακά μυθιστορήματα του Βίνφριντ Ζέμπαλντ, του συγγραφέα των ματαιωμένων υπάρξεων. Το ορατό οδηγεί στο αόρατο: ο ντυμένος με το λουλουδάτο φόρεμα κορμός της γυναίκας (Λουλούδια, Flowers) που διαγράφει τον κορμό μίας γυναίκας φανερώνει κρύβοντας, αφήνοντας απέξω. Δεν αποτελεί μόνο ένα φόρεμα αλλά και μία προσωπογραφία που δεν καταφεύγει στο προφανές των χαρακτηριστικών ενός προσώπου αλλά ζωντανεύει μέσα από τη στάση και τις καμπυλότητες σώματος που διαγράφονται στο υφασμάτινο περίβλημα. Είναι επίσης αφετηρία πολλαπλών συνειρμών ανάμεσα σε φαινομενικά ασύνδετες αναμνήσεις ή φαντασιώσεις κάπως όπως στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Μαρσέλ Προυστ.

Τι θυμόμαστε και τι λησμονούμε, τι συγκροτεί τη μνήμη και την λήθη, τι αποτύπωμα αφήνουμε ηθελημένα ή άθελα, για ποιους και με τι σκοπό, σε ποια ιστορική στιγμή ξεχάστηκε η Μνημοσύνη; Ο σύγχρονος, ιστορικά αμνήμον άνθρωπος⁶ (ο οποίος, ταυτόχρονα ζει σε μία εποχή εμμονικής αρχειοθέτησης και καταγραφής) που αδυνατεί έτσι να εκτιμήσει τον εαυτό του ως μέρος ενός συνόλου, έχει όμως και «δικαίωμα στη λήθη» (με την έννοια της αντίδρασης απέναντι στην παρέμβαση της ιδιωτικότητάς εξαιτίας του ψηφιακού περιβάλλοντος). Έχει επίσης δικαίωμα στον ύπνο⁷ και στον ελεύθερο, δημιουργικό χρόνο όταν όσα έχουν ξεχαστεί επιστρέφουν συχνά μεταμφιεσμένα: όπως στο Φάντασμα που παλεύει να εμφανιστεί, κατακλύζοντας όλη την σύνθεση και στέκοντας στο πρώτο πλάνο σχεδόν σαν να επιθυμεί να βγει στον ίδιο το χώρο, να γίνει απτή και ζωντανή παρουσία. Ήδη από το 1993 ο Ζακ Ντεριντά μιλάει για το l’hantologie (νεολογισμός, λεκτικός συνδυασμός του στοιχειώνω και του οντολογία), ως μια επιστροφή και αναπαραγωγή στο παρόν στοιχείων από το κοινωνικό και πολιτιστικό παρελθόν. Επεκτείνοντας την σκέψη του γύρω από την επίδραση της μαρξιστικής θεωρίας στην Ιστορία αναπτύσσει με την αποδομητική του προσέγγιση την σημασία της φασματικής παρουσίας στην σύγχρονη ύπαρξη και σκέψη⁸. Ζούμε δηλαδή υπό την σκιά υπάρξεων του παρελθόντος.

Στην ζωγραφική του Νίκου Καναρέλη, η απουσία και η απώλεια, καθώς και η υφέρπουσα αίσθηση αβεβαιότητας, ενός σύγχρονου ανθρώπου διχασμένου ανάμεσα στο συναίσθημα και μία άνευρη, αποπροσανατολισμένη πρόσληψη της ζωής, του ανθρώπου που «πλανάται» (όπως ένα φάντασμα) συμβάλλουν σε αυτό το δίπολο του «υπάρχω» και «δεν υπάρχω», σώματος και «άδειου σώματος». Αποτυπώνουν τις αμφίρροπες δυνάμεις ως ένα πορτρέτο μίας σύγχρονης πραγματικότητας της φθίνουσα εμπειρίας άρα και της μειωμένης συνείδησης του αργού, γεμάτου χρόνου, της εξασθένιση της ανάμνησης και του κατακερματισμού σε ατομικότητες.

Το σώμα σε σχέση με τον χώρο, οι αισθήσεις, η επιθυμία και ο έρωτας είναι η οπτική με την οποία ο Νίκος Καναρέλης στοχάζεται πάνω στην ίδια την ζωγραφική γλώσσα ως προς την οντολογία της εικόνας. Εξίσου σημαντική στην ζωγραφική του είναι αμφίδρομη σχέση μίας σύγχρονης ζωγραφικής φόρμας με έργα μεγάλων ζωγράφων και της πρόσληψης τους σήμερα. Αυτή η διακειμενικότητα με την Ιστορία της Τέχνης (όπως παλαιότερα στις ενότητες: The public gets what the public wants 2009 και Déjà Vu 2005⁹) εκδηλώνει το συνεχόμενο ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την ιστορικότητα.

Ο Καναρέλης μεταπλάθει τεχνικές και αισθητικές λύσεις από την παράδοση της ζωγραφικής και συνδυάζει το εννοιολογικό πλαίσιο με την απόλαυση της ζωγραφικότητας. Η επιφάνεια του έργου γίνεται μία συμφωνία από χρώματα, όγκους, φως και χώρους έτσι ώστε το βλέμμα να χαίρεται ξεχωρίζοντας εναλλαγές, μορφοπλαστικούς τρόπους ή επιμέρους αφηρημένες συνθέσεις μέσα στην παραστατικότητα.

Όπως και ο Βελάσκεθ, δοκιμάζει τα χρώματα του πάνω στον καμβά αλλά αφήνει τις πινελιές να φαίνονται στο τελικό αποτέλεσμα ως τα αποτυπώματα της ζωγραφικής διαδικασίας, ως το άγγιγμα του ζωγράφου όπως επίσης ως έκφραση ενός ανοιχτού «ανολοκλήρωτου» έργου. Η αίσθηση της αφής στα ίδια τα έργα αλλά και η απτική πρόσληψη που προκαλούν αναδεικνύουν την υλική διάσταση της ζωγραφικής, την ζωγραφική ως μία επιδερμίδα, ως ένα όριο ανάμεσα στον αντιληπτό και μη αντιληπτό κόσμο, στην εμπειρική πραγματικότητα και την ανάδειξη των κρυμμένων της πτυχών της. Η ώχρα που κυριαρχεί στην απόδοση του χώρου (ο καλλιτέχνης σε πολλά έργα του χρησιμοποιεί παραλλαγές της Πολυγνώτεια τετραχρωμίας) συμβάλλει σε αυτόν τον «γήινο», σωματικό χώρο και αντίστροφα σε μία «σκονισμένη», ασαφή εσωτερική διάθεση, όπου πλανάται η απουσία. Τα ίχνη των προσώπων στην ενότητα των μαξιλαριών, που φέρνουν στον νου τις Σπουδές Μαξιλαριών του Άλμπρεχτ Ντύρερ, ένα είδος προσωπογραφίας, συμβάλλουν στην ίδια ατμόσφαιρα. Ο χώρος σωματοποιείται.

Η δράση ή παρουσία του σώματος είναι ακόμα πιο ιδιαίτερη στο έργο του καλλιτέχνη καθώς αφετηρία της ζωγραφικής του είναι συχνά (π.χ. στην ενότητα Νothing is Real but the way I feel 2020¹⁰) μία επιτέλεση που ο ίδιος διενεργεί στο ατελιέ του καλώντας τα «μοντέλα» του (συνήθως προσφιλή του πρόσωπα) να αυτοσχεδιάσουν πάνω σε μία συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση ενώ εκείνος φωτογραφίζει στιγμιότυπα αυτής της διαδραστικής ενέργειας ως σημειώσεις για την ζωγραφική του.

Με την επιτέλεση, ο Νίκος Καναρέλης ανασύρει επίσης στο παρόν την τέχνη ως μία πρωτο-γλώσσα, μία προ-νεωτερική πρακτική, συνυφασμένη με την τελετουργία, την αμεσότητα, την μαγεία και το τυχαίο στην μαγεία, δηλαδή σε αυτό που αυτό που δεν ακολουθεί μία λογική αλληλουχία γεγονότων. Οι αρχετυπικές μορφές θυμίζουν ιέρειες ή ακόμα μάγισσες (Μάγισσα Τhe Witch) αφού μπορούν και βλέπουν το υπερ-φυσικό (όπως και η ζωγραφική). Το επανερχόμενο μοτίβο του χεριού όπως, για παράδειγμα, τα εκφραστικά χέρια στην Ξαπλωμένη Φιγούρα, παραπέμπει στο μαγικό χέρι του δημιουργού αυτό που αναδεικνύει τα μυστικά του «La Feuille Blanche» (Πωλ Βαλερύ) και κάνει το αόρατο ορατό: το χέρι είναι η αφή πάνω στην επιδερμίδα της ζωγραφικής, η στον μαγικό καθρέφτη του άσπρου καμβά.

Η ενθύμηση ενός πρωτογενούς, άμεσου τρόπου κατανόησης του κόσμου ξεπροβάλλει στα έργα του Καναρέλη και μέσα από την μιμητική λειτουργία, το μιμητικό παιχνίδι – πχ. στο Φάντασμα Ghost το παιδί που υποδύεται, «παίζει» το φάντασμα - στοιχείο της επιτέλεσης, του θεάτρου και του χορού.

Πώς μπορεί όμως η διαδικασία, η κίνηση και η επανάληψη να χωρέσει σε μία στιγμή ακινησίας, μία στιγμή άχρονη και μαγική; Μία στιγμή διόλου περαστική, που εκπλήσσει τον θεατή, διασαλεύει τις σταθερότητες, «αγγίζει» και περιβάλλει; Πώς δύναται να ενσωματώσει το γενικό, καθολικό και υπαρξιακό στο ειδικό (την εικόνα μίας στιγμής) σε μία περιεκτική σύνθεση που εμπεριέχει διαφορετικούς χρόνους; Η ζωγραφική του Νίκου Καναρέλη το κατορθώνει, ίσως διότι είναι βιωματική, εκπηγάζει οργανικά από ένα αφομοιωμένο υλικό και από μία προσεκτική παρατήρηση των ανθρώπων και των αντικειμένων στον χώρο, επιτρέποντας έτσι στον καλλιτέχνη να ζωγραφίζει γρήγορα, εκφράζοντας πολλά σε λίγο χρόνο και δημιουργώντας σκηνές που μοιάζουν άχρονες. Τα έργα του ακινητοποιούν τον χρόνο ενώ μέσα στην ακινησία του εντοπίζουν ένα διαρκές γίγνεσθαι. Δημιουργούν έναν ζωγραφικό τόπο που συλλαμβάνει την στιγμή της ενόρασης, επιτρέπει τον αναστοχασμό, φανερώνει κρυμμένα νοήματα και αποσπάσματα της ιστορίας προσωπικής και συλλογικής. Επιτρέπει έτσι μία κριτική επανερμηνεία του παρελθόντος και της πραγματικότητας.

Η ακινησία του χρόνου είναι η κρίσιμη στιγμή, το σημείο καμπής, το jetztzeit που ο Νίκος Καναρέλης αντλεί από την σκέψη του Μπένγιαμιν. Πρόκειται για ένα πεπληρωμένο παρόν, μία στιγμή γεμάτη ενέργεια, και το αντίθετο του ομογενοποιημένου άδειου χρόνου. Είναι η στιγμή εκείνη την οποία η τέχνη είναι ικανή να συλλάβει, ώστε, διασχίζοντας το παρελθόν και αμφισβητώντας τις συμβατικές αφηγήσεις να οραματιστεί ένα υποσχόμενο μέλλον.

Αλεξάνδρα Κοροξενίδη
Ιστορικός Τέχνης - Επιμέλεια έκθεσης

1. «Η γλώσσα είναι όχι μόνο κοινοποίηση του κοινοποιήσιμου αλλα και συγχρόνως και σύμβολο του μη κοινοποίησιμου», (αλλού αναφέρεται ότι στις γλώσσες συγκαταλέγεται και η ζωγραφική) Βάλτερ Μπένγιαμιν, Δοκίμια Φιλοσοφίας της Γλώσσας, εισαγωγή, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια: Φώτης Τερζάκης, Εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 2016, σ. 60. Σημειώνουμε ότι ο Μπένγιαμιν είναι από τους διανοητές που έχει μελετήσει ο Νίκος Καναρέλης.

2. Μήπως τότε υπάρχει ένας υπαινιγμός για το ότι δεν μπορούμε να δούμε τον κόσμο παρά μόνο μέσα από την αναπαράστασή του;

3. Εlika Gallery, 2014.

4. Ο Zωρζ Μπατάιγ στο O Eρωτισμός δείχνει την άρρηκτη αυτή διαπλοκή ανάμεσα στον ερωτισμό και τον θάνατο αφού ο έρωτας είναι ο μόνος που μπορεί να αντισταθεί στην διακοπή της συνέχειας.

5. Ως παιδιά η μεταμφίεση σε φαντάσματα υπήρξε αγαπητό μιμητικό παιχνίδι που εν μέρει ερμηνεύεται ως συμφιλίωση με τον φόβο.

6. Για τον διαρκώς περισπασμένο, χωρίς μνήμη και χωρίς πρόταγμα άνθρωπο μία τεχνο-κρατικής, καπιταλιστικής κοινωνίας κάνει ο λόγος ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο Πεπραγμένα και Πρακτέα.

7. Σχετικά με την καταστρατήγηση του ύπνου στην σύγχρονη κοινωνία βλ. Jonathan Crary, 24/7 O ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2014.

8. «Πρέπει να μιλήσω για το φάντασμα, ήτοι στο φάντασμα και με το φάντασμα, άπαξ και καμία ηθική, καμία πολιτική, επαναστατική ή μη, δεν φαίνεται εφικτή, νοητή και δίκαιη, αν δεν αναγνωρίσει κατ' αρχάς το σεβασμό για τους άλλους που δεν υπάρχουν πια ή για τους άλλους που δεν είναι ακόμη εδώ, τωρινοί ζώντες, είτε πρόκειται για ήδη νεκρούς είτε για αγέννητους ακόμη. Χωρίς αυτή την ασυγχρονία του ζωντανού παρόντος με τον εαυτό του, χωρίς αυτό που απέναντι σε εκείνους που δεν βρίσκονται εδώ, που δεν υπάρχουν πια ή δεν είναι ακόμα παρόντες και ζωντανοί, τι νόημα τάχα θα είχε να θέσουμε το ερώτημα "πού;", "πού αύριο;" ("whither?")», Jacques Derrida, Φαντάσματα του Μάρξ, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2000.

9. Ατομικές εκθέσεις (επιμέλεια: Λωραίνη Αλιμαντήρι), στην Loraini Alimantiri Gazon Rouge.

10. Ατομική έκθεση (annex M, διεύθυνση: Άννα Καφέτση, επιμέλεια: Xριστόφορος Μαρίνος), Μέγαρο Μουσικής, 2020.

© 2024 Batagianni Gallery, Κατασκευή: Θάνος Βαλιμίτης